μονοτύπης

μονοτύπης
ο
τυπογράφος που είναι ειδικευμένος στη μονοτυπία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονοτύπης — ο τυπογράφος ειδικευμένος στη μονοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τύπης (< τύπτω), πρβλ. φωτο τύπης, χαλκο τύπης] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”